- ευπαγής
- εὐπαγής, -ές (ΑΜ)(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερόςαρχ.1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο4. αυτός που βάφτηκε καλά.επίρρ...εὐπαγέως (Α)στερεά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. α-παγής, ημι-παγής, προσωπο-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.